Παρασκευή 23 Αυγούστου 2019

Ο θάνατος του αυτοκράτορα Ανδρόνικου Κομνηνού


Την Άνοιξη του 1192, κι ενώ η Βυζαντινή Αυτοκρατορία ψυχορραγεί ένας εξηνταπεντάχρονος τυχοδιώκτης περιπλανώμενος στις ανατολικές περιοχές, ο Ανδρονίκος Κομνηνός οδηγεί τους οπαδούς του από την Παφλαγονία, όπου βρισκόταν εξόριστος, εναντίον την Κωνσταντινούπολης. Αυτοκράτορας στη Βασιλεύσουσα ήταν ο Αλέξιος ο Β’, μόλις 12 χρονών.

 




ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ : Περιγραφή του θανάτου του  Ανδρονίκου Κομνηνού (Εθνική Βιβλιοθήκη Παρίσι).



Στην πραγματικότητα κυβερνούσε η μάνα του, Μαρία της Αντιόχειας, που είχε τον τίτλο της επιτρόπου του αυτοκράτορα. Η Μαρία ήταν μια εξαιρετικά σκληρή γυναίκα, είχε φροντίσει να παντρέψει τον γιο της  με τη δεκαετριάχρονη Γαλλίδα πριγκίπισσα Άννα και κυβερνούσε με σιδηρά πυγμή. Επειδή όμως ευνοούσε πολύ τους Λατίνους, είχε εξοργίσει τους Βυζαντινούς υπηκόους της.

Ο Ανδρόνικος Κομνηνός (ο τελευταίος αυτοκράτορας της δυναστείας των Κομνηνών) είχε  μεγάλη αδυναμία προς το αντίθετο φύλο, μαρτυρία δε αυτού είναι οι θυελλώδεις έρωτες και αποπλανήσεις πριγκιπισσών και άλλων ευγενών γυναικών «μετὰ τῶν γυναικῶν δέσμιος». Είχε επίσης σαφή ροπή προς την ευζωία, ήταν ευφυής, ικανότατος, αλλά ταυτόχρονα και απερίσκεπτος και βίαιος. Ελάττωσε τους φόρους, πέτυχε βελτίωση της ζωής των ασθενέστερων τάξεων, μείωσε τα κρατικά έξοδα και βελτίωσε τη διοίκηση. με τη βοήθεια του όχλου, παίρνει την εξουσία, αλλά δεν πειράζει τον νεαρό αυτοκράτορα. Κλείνει τη Μαρία σε μοναστήρι και ορίζεται συμβασιλέας και επίτροπος του δωδεκάχρονου Αλέξιου. Μόλις σταθεροποιείται η θέση του στο θρόνο, στραγγαλίζει πρώτη τη Μαρία, έπειτα τον ίδιο τον αυτοκράτορα και στη συνέχεια παντρεύτηκε τη χήρα του, την κατά πενήντα χρόνια μικρότερή του, Άννα με την οποία δεν απέκτησαν τέκνα.

Ο Νικήτας Χωνιάτης καταγράφει: «Τῆς δὲ μυσαρᾶς πράξεως ταύτης οὕτω τετελεσμένης͵ οἰκτρῶς ἁρμόζεται Ἀνδρονίκῳ πρὸς συμβίωσιν Ἄννα ἡ τοῦ βασιλέως Ἀλεξίου μνηστή͵ θυγάτηρ οὖσα τοῦ τὴν ἀρχὴν τῶν Φράγγων διέποντος. Καὶ οὐκ ᾐσχύνετο Κρονίων ἀπόζων ἀνεψιοῦ γυναικὶ μιλτοπαρήῳ καὶ τρυφερᾷ καὶ μήπω τὸ ἑνδέκατον ἔτος ἐξηνυκυίᾳ μέλλων ἀθεμίτως συγκατακλίνεσθαι καὶ παραγκαλίζεσθαι ὁ πέπων τὴν ὀμφακίζουσαν͵ ὁ ὑπέρωρος τὴν ἡλικίαν τὴν ὀρθοτίτθιον νεάνιδα͵ ὁ ῥικνὸς καὶ χαλαρὸς τὴν ῥοδοδάκτυλον καὶ δρόσον ἔρωτος στάζουσαν».

 




ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ : Απεικόνιση του Ανδρονίκου.

Ο Ανδρόνικος Κομνηνός στέφεται αυτοκράτορας  και παίρνει τον τίτλο «λαόφιλος», για τρία χρόνια κυβερνά όποιο διέπραττε αδίκημα ή υπεξαιρούσε χρήματα ή κώλυε το κράτος και τη σφαγή όλων των Λατίνων κατοίκων της Κωνσταντινούπολης, γεγονός που συγκλόνισε.

Η τελευταία εντολή του Ανδρονίκου Α΄ ως αυτοκράτορα φαίνεται να είναι προς τους πλούσιους γαιοκτήμονες, καθώς τους διέταξε να κάνουν ανακαταμερισμό της γης, ώστε να μην υπάρχει άνθρωπος χωρίς ένα κομμάτι γης να καλλιεργήσει. Με αφορμή αυτή τη διαταγή, ο Οίκος των Αγγέλων (οι επόμενοι αυτοκράτορες των Κομνηνών, με την πιο σύντομη στα χρονικά διάρκεια βασιλείας στην αυτοκρατορία) χρησιμοποιεί τη δύναμη των ήδη ταλαιπωρημένων από τον Ανδρόνικο Α΄ γαιοκτημόνων και τον ανατρέπει από το θρόνο.

 

Στη συνέχεια ο Ανδρόνικος Α΄ προσπαθεί ανεπιτυχώς με τη νεαρή σύζυγό του Άννα να δραπετεύσει στην Κριμαία «ὡς φυγάδα τὴν ἐπὶ τοὺς Ταυροσκύθας». Συλλαμβάνεται.

Η Άννα έζησε μέχρι τα βαθιά γεράματα απολαμβάνοντας τις βασιλικές τιμές. Λέγεται μάλιστα πως πολλά χρόνια αργότερα ξαναπαντρεύτηκε.

 

Οι χρονικογράφοι της εποχής περιέγραψαν με αυτό τον τρόπο τον θάνατο του Ανδρόνικου Κομνηνού: Δεμένος με χαλκάδες και αλυσίδες στον λαιμό, ο Ανδρόνικος οδηγείται μπροστά από το Ισαάκιο. Μετά τον άγριο ξυλοδαρμό, του μαδούν τα γένια και τα μαλλιά του ξεριζώνουν όλα τα δόντια με τανάλιες. Γυναίκες τον γρονθοκοπούν στο στόμα, έπειτα του κόβουν το δεξί χέρι, τον τυφλώνουν από το δεξί μάτι και τον ρίχνουν στη φυλακή. Την επομένη το πρωί, τον βγάζουν από το κελί, τον τυφλώνουν και από το άλλο μάτι, τον ανεβάζουν πάνω σε μια ψωριασμένη καμήλα και τον περιφέρουν στην Αγορά. Εκεί τον παραδίδουν στις διαθέσεις του εξαγριωμένου πλήθους. Στο λιντσάρισμα που ακολουθεί πρωτοστατούν οι ζητιάνοι, οι περιθωριακοί, τα χειρότερα κατακάθια της πόλης. Πόρνες, χασάπηδες, χαμάληδες, ταμπάκηδες, ληστές των υπονόμων και θαμώνες καπηλειών. Τον χτυπούν με ρόπαλα, του πετούν στα μούτρα βοϊδοκοιλιές και περιττώματα γαϊδάρων, τον τρυπούν με μυτερά ραβδιά, τον λιθοβολούν. Μια πόρνη έρχεται μ’ ένα καζάνι βραστό νερό και τον περιλούζει. Τον σέρνουν ως τον Ιππόδρομο, που είναι γεμάτος κόσμο, καθώς έχει γίνει γνωστό ότι θα λινσταριστεί εκεί ο Ανδρόνικος.

 



ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ : Η τύφλωση του Αλεξίου Κομνηνού   από τους οπαδούς του Ανδρόνικου, "Χρονικά της Ουτρεμέρ", Γουλιέλμος της Τύρου.


Τον κρεμούν ανάποδα, ενώ ο Ανδρόνικος που ζει ακόμη ψελλίζει: «Ίνα τι κάλαμον συντετριμμένον πρεπικλάτε;» δηλαδή «Γιατί συνεχίζετε να τσακίζετε ένα σπασμένο καλάμι»; Αρχίζουν να του κόβουν κομμάτια απ’το κορμί του. Του ξεριζώνουν τα γεννητικά όργανα και του τα χώνουν στο στόμα. Τελικά ξεψυχά όταν του μπήγουν ένα σπαθί στον φάρυγγα. Το άψυχο κορμί του κομματιάστηκε, τα κομμάτια του αφέθηκαν να σαπίσουν πολλές μέρες στον Ιππόδρομο κι έπειτα πετάχτηκαν στη θάλασσα χωρίς ταφή.

 

«....ἐμφανισθεὶς δὲ οὕτως ἔχων καὶ παραστὰς Ἰσαακίῳ τῷ βασιλεῖ ὕβρεσι βάλλεται, κατὰ κόρρης ῥαπίζεται, τοὺς γλουτοὺς ἐπικρούεται, τὴν γένυν τίλλεται, τοὺς ὀδόντας ἐκριζοῦται, τὴν κεφαλὴν ψιλοῦται τριχῶν, εἰς κοινὸν ἐκδίδοται παίγνιον πᾶσι τοῖς συνελθοῦσιν, ἐμπαροινεῖται καὶ ὑπὸ γυναικῶν καὶ τύπτεται πυγμαῖς κατὰ στόματος, καὶ τούτων ὁπόσαι μάλιστα ἢ θανάτῳ ὑπʼ Ἀνδρονίκου ἀπεβάλοντο τοὺς συνεύνους ἢ τοὺς ὀφθαλμοὺς ἀπεσβεσμένους ἀπέλαβον. ἔπειτα τὴν δεξιὰν χεῖρα πελέκει ἀποκοπεὶς παραρριπτεῖται αὖθις τῇ αὐτῇ φυλακῇ, ἄσιτος, ἄποτος, ὑπʼ οὐδενὸς μεταλαγχάνων οἱασοῦν κομιδῆς.
 

Μεθʼ ἡμέρας δέ τινας καὶ τὸν ἕτερον τῶν ὀφθαλμῶν ἐξορύττεται καὶ καθεσθεὶς ἐπὶ καμήλου ψωριώσης διὰ τῆς ἀγορᾶς θριαμβεύεται, κατὰ γεράνδρυον ἄφυλλον ᾠοῦ ψιλότερον ἀκαλυφές τε παντάπασι κρανίον προφαίνων καὶ βραχεῖ ῥακίῳ τὸ σῶμα σκεπόμενος, θέαμα ἐλεεινὸν καὶ πηγὰς ἐθέλον δακρύων ἡμέροις ὄμμασιν. ἀλλʼ οἱ εὐηθέστατοι καὶ ἀπαιδευτότατοι τῆς Κωνσταντίνου οἰκήτορες καὶ τούτων οἱ ἀλλαντοπῶλαι πλέον καὶ βυρσοδέψαι καὶ ὅσοι τοῖς καπηλείοις διημερεύουσι κἀκ τῶν καττυμάτων ἀποζῶσι γλίσχρως καὶ ταῖς ῥαφίσι τὸν ἄρτον στενῶς συλλέγουσι, κατʼ ἔθνεα συναθροισθέντες μυιῶν, αἳ τοὺς γαυλοὺς ἀμφιπεριίπτανται ἔαρος καὶ περιχαίνουσι τὰ πιαλέα κισσύβια, μηδένα λόγον θέμενοι, εἰ βασιλεὺς οὗτος πρὸ τρίτης καὶ βασιλείῳ διαδήματι περιδούμενος καὶ ὡς σωτὴρ ὑμνούμενος ὑπὸ πάντων ἀνευφημούμενός τε καὶ προσκυνούμενος καὶ ὡς φρικώδεσιν ὅρκοις τὴν εἰς αὐτὸν ἐνεπέδωσαν πίστιν καὶ εὔνοιαν, ἀλόγῳ δὲ θυμῷ καὶ παραλογωτέρῳ νοῒ φερόμενοι οὐδέν τι τῶν κακῶν ἐνέλιπον, ὃ μὴ εἰς Ἀνδρόνικον ἀνοσίως εἰργάσαντο.

Οἱ μὲν γὰρ κατὰ κεφαλῆς κορύναις αὐτὸν ἔπληττον, οἱ δὲ βολβίτοις τὰς ἐκείνου ῥῖνας ἐμόλυνον, ἄλλοι διὰ σπόγγων λύματα γαστέρων βοείων καὶ ἀνθρωπείων τῶν ὄψεων ἐκείνου κατέχεον. ἕτεροι αἰσχρορρημονοῦντες ἐκακολόγουν ἐς μητέρα καὶ τὸν λοιπὸν τῶν τοκέων. ἦσαν οἳ καὶ ὀβελίσκοις ἔπειρον αὐτοῦ τὰς πλευράς. οἱ δʼ ἀναιδέστεροι λιθολευστοῦντες κύνα ὠνόμαζον λυσσητῆρα. μία δέ τις πορνικὴ γυνὴ καὶ ἀκόλαστος κεράμιον θερμοῦ ὕδατος πλῆρες ἁρπασαμένη ἐξ ὀπτανείου τῶν ἐκείνου κατεκένωσε παρειῶν. καὶ οὐδεὶς ἦν, ὃς οὐκ ἦν ἐπʼ Ἀνδρονίκῳ κακοποιός. καὶ οὕτως ἀτίμως ἐπὶ τὸ θέατρον ἀπαχθεὶς μετὰ γελοιώδους θριάμβου καὶ τοῦ οἰκτροῦ ἐκείνου καὶ παιζομένου ἐπὶ καμήλου ὑψώματος καὶ ὅπερ ἄνωθεν κατέβη αὐτόχρημα ἐκ ποδῶν ἀναρτᾶται, τινῶν ἀναψάντων ἐκ φελλύρας καλώδιον, κατὰ τοὺς περὶ τὰς ἐπικλινεῖς τὸν τράχηλον ἐκ χαλκοῦ πεποιημένας λύκαινάν τε καὶ ὕαιναν ἱσταμένους δύο στυλίσκους καὶ λίθον ἐπικείμενον ἔχοντας.

Τοσαῦτα δὲ πεπονθὼς καὶ μυρία ἕτερα ὑποστάς, ὅσα ὁ λόγος παρέδραμεν, ὅμως ἀντεῖχεν ἔτι γενναίως πρὸς τὰς ἐπιφορὰς τῶν δεινῶν ἐρρωμένος ὢν τὸ φρονεῖν. πρὸς δὲ τοὺς ἐπεισχεομένους καὶ βάλλοντας ἐπιστρεφόμενος ἄλλο μὲν οὐδὲν ἐφθέγγετο, εἰ μὴ τὸ „Κύριε ἐλέησον“ καὶ „ἵνα τί κάλαμον συντετριμμένον προσεπικλᾶτε“; ἀλλʼ οὐδὲ μετὰ τὴν ἐκ ποδῶν ἀπαιώρησιν οἱ ἀνούστατοι ὄχλοι τοῦ πολυπαθοῦς ἀπέσχοντο Ἀνδρονίκου ἢ φειδὼ τῶν ἐκείνου σαρκῶν ἔλαβον, ἀλλὰ περιελόντες τὸ χιτώνιον κακῶς ἐτίθουν τὰ παιδογόνα μόρια. ἀνόσιος δέ τις καὶ διὰ τοῦ φάρυγγος εἰς τὰ ἔγκατα ἐπίμηκες ξίφος ἔβαψε, τινὲς δὲ τῶν ἐκ τοῦ Λατινικοῦ γένους καὶ κατὰ τῆς ἐξέδρας ἀκινάκην ἀμφοτέραις ἐπήρεισαν καὶ περιστάντες κατέφερον τὰ ξίφη, ὁποῖόν ἐστι τμητικώτερον ἀποπειρώμενοι καὶ τῇ τῆς χειρὸς κομπάζοντες δεξιότητι διὰ τὸ ἀξιόλογον τῆς πληγῆς.

Καὶ μετὰ τοσαῦτα μογήματα καὶ παθήματα μόλις ἀπέρρηξε τὴν ζωήν, τὴν δεξιὰν χεῖρα μετʼ ὀδύνης ἐκτείνας καὶ περιαγαγὼν οὕτω τῷ στόματι, ὥστε καὶ τοῖς πολλοῖς ἔδοξεν ἐκμυζᾶν τοῦ ἐκ ταύτης ἔτι θερμοῦ ἀποστάζοντος αἵματος διὰ τὸ νεαρὸν τῆς τομῆς.

Ἦρξε δʼ ἐνιαυτοὺς δύο καὶ ἕνα τῶν πραγμάτων κύριος ἐγεγόνει τηβέννης ἄνευ καὶ ἀρχικοῦ διαδήματος. ἦν δὲ τὴν τοῦ σώματος φυὴν εὐφυής, ἀγητὸς τὸ εἶδος, ὄρθιος ἀναβαίνων, τὴν ἡλικίαν ἡρωϊκὸς κἀν τῷ βαθεῖ γήρᾳ τὴν ὄψιν νεοειδὴς ὑγιεινότατός τε ἀνθρώπων, ὅτι μηδʼ ὀψοφάγος ἦν καὶ ἀκρατῶς ἔχων κοιλίας ὡς ζωροπότης καὶ τένθης, ἀλλὰ κατὰ τοὺς Ὁμηρικοὺς ἥρωας μάλιστα τοῖς ὀπτοῖς προσέκειτο τῷ πυρί, ὅθεν οὐδʼ ἐρυγγάνοντά τις αὐτὸν ἐθεάσατο. ἀλλʼ εἴ ποτε πλημμελῶς εἶχε στομάχου, πανημερίῳ μόγῳ τε καὶ νηστείᾳ καὶ τὸ βραχέως ἐνοχλοῦν ἀπεκρούετο ψωμῷ ἄρτου καὶ οἴνου κεράσματι ἐπιμετρῶν τὴν θεραπείαν τοῦ σώματος. οὐκοῦν οὐδʼ ἀντιδότῳ ἐχρήσατο πώποτε, εἰ μὴ ἅπαξ ἐν τῇ βασιλείᾳ, καὶ τότε τῶν ἰατρῶν εἰς τοῦτο ἐποτρυνάντων ἄκοντα, φαμένων, εἰ καὶ μὴ διʼ ἐνσκήψασαν καχέκτησιν, ἀλλʼ οὖν προφυλακῆς χάριν τὸ ἀνύσιμον χρεὼν προσενέγκασθαι φάρμακον. πιὼν τοίνυν τὸ καθάρσιον βράδιον καὶ περὶ δύνοντα ἥλιον ἀπεκένωσέ τι τοῦ ἐν φλεψὶ περιττώματος, ὥστε καὶ πρὸς τοὺς φάσκοντας τῶν ἑταίρων ἐπʼ αὐτῷ οἴεσθαι τοὺς πλείστους τὸ παλαίφατον λελέχθαι τοῦτο χρησμῴδημα „δρεπανηφόρε, τετράμηνόν σε μένει“ ἐπιμειδιῶν ἔλεγε διεψεῦσθαι προδήλως αὐτὸς γὰρ καὶ ἐνιαυτὸν ὅλον νοσηλείᾳ παντοίᾳ τοῦ σώματος διαρκέσειεν ἂν προσπαλαίων τῷ ῥωμαλέῳ πεποιθὼς τοῦ σώματος καὶ φανταζόμενος, ὡς ἔοικεν, ὡς μαλακῷ θανάτῳ δαμήσεται καὶ εἰρηνικῷ τέλει συμπερανεῖ τὴν ζωήν, τὴν δʼ ἐναντίαν τελευτὴν ἢ ἑκὼν ἀποπροσποιούμενος ἢ μὴ κατὰ νοῦν ὅλως βαλλόμενος.

Καίτοι λόγος διαρρέων καὶ ἐς ἡμᾶς ἵκετο ὡς ἵππων ἀγομένης ἁμίλλης, ἐκτείνας τὴν χεῖρα Ἀνδρόνικος δακτύλῳ ὑπέδειξε τῷ ἐξαδέλφῳ καὶ βασιλεῖ Μανουὴλ τοὺς κίονας, ὧν μέσον αὐτὸς ἀνηρτήθη, εἰπὼν ὡς ἐκεῖσε μέλλει ποτὲ βασιλεὺς ἀπαιωρηθῆναι Ῥωμαίων κακῶς παθὼν ὑπὸ τοῦ τῆς πολιτείας πληρώματος τὸν δὲ πρὸς τὴν Ἀνδρονίκου εἰσήγησιν ἀποκρίνασθαι, ἀλλʼ αὐτὸς τέως οὐκ ἐσεῖται ὁ τοῦτο πεισόμενος.

Καὶ τοιοῦτο μὲν τέλος θανάτου κατείληφε τὸν Ἀνδρόνικον....»

 


ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ: Νόμισμα του Ανδρονίκου Κομνινού.








ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Βιογραφικό Λεξικό της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας  του Donald Nicol, εκδ.Ελληνική Ευρωεκοδοτική

Μια σταγόνα ιστορία του Δημήτρη Καμπουράκη, εκδόσεις Πατάκη

Περί Βασιλέα Ανδρονίκου του Κομνηνού του Νικήτα Χωνιάτη

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΠΑΓΚΑΛΟΣ ΚΑΙ ΜΟΥΣΟΛΙΝΙ

Στο βιβλίο της της Ιζαμπέλλας Παλάσκα αναφέρεται μια άγνωστη και εκπληκτική εξιστόρηση προσπάθειας του Θ Πάγκαλου να δει τον Μουσολίνι, ο ο...