Κυριακή 14 Αυγούστου 2011

ΤΑ ΠΤΕΡΟΕΝΤΑ ΔΩΡΑ




Ξένος του κόσμου και της σαρκός, κατήλθεν ην παραμονήν από τα ύψη, συστείλας τας πτέρυγας όπως τας κρύπτη , θείος άγγελος. Έφερε δώρα από τα άνω βασίλεια δια να φιλεύσει τους κατοίκους της πρωτευούσης. Ήτον ο καλός άγγελος της πόλης.


 


            Εκράτει εις τας χείρας εν άστρον και επί του στέρνου του έπαλλεν ζωή και δύναμις, και από το στόμα του εξήρχετο πνοή θείας γαλήνης Τα τρία ταύτα δώρα ήθελε να μεταδώση εις όλους όσοι προθύμως τα δέχονται.


            Εισήλθεν εν πρώτοις εις εν αρχοντικόν μέγαρον. Είδεν εκεί το ψεύδος και την σεμνουφίαν, την ανίαν και το ανωφελές της ζωής ζωγραφισμένα εις τα πρόσωπα του ανδρός και της γυναικός, και ήκουσε τα δύο τεκνία να ψελλίζωσιν λέξεις εις άγνωστον γλώσσαν . Ο Άγγελος επήρε τα τρία ουράνια δώρα του, και έφυγε τρέχων εκείθεν.


            Επήγεν εις καλύβην πτωχού ανθρώπου. Ο ανήρ έλειπεν όλην την εσπέραν εις την ταβέρναν. Η γυνή επροσπάθει ν αποκοιμίση με ολίγον άρτον τα πέντε τέκνα, βλαστημούσα άμα την ώραν που είχε υπανδρευθή. Τα μεσάνυκτα επέστρεψεν ο σύζυγος της, αυτή τον ύβρισε νευρική με φωνήν οξείαν, εκείνος την έδειρεν με την ράβδον την οζώδη, και μετ ολίγον οι δύο επλάγιασαν χωρίς να κάμουν την προσευχή των, και ήρχισαν να ροχαλίζουν με βαρείς τόνους. Έφυγεν εκείθεν ο Άγγελος .


            Ανέβη εις μέγα κτίριον πλουσίως φωτισμένον. Ήσαν εκεί πολλά δωμάτια με τράπεζας, κ επάνω των έκυπτον άνθρωποι μετρουντες αδιακόπως χρήματα, παίζοντες με χαρτιά. Ωχροί και δυστυχείς, όλη η ψυχή των ήτο συγκεντρωμένη εις την ασχολίαν ταύτην. Ο Άγγελος εκάλυψε το πρόσωπον με τας πτερύγας του δια να μη βλέπη κ έφυγε δρομαίος.


            Εις τον δρόμον συνάντησε πολλούς ανθρώπους. Άλλους εξερχόμενους από τα καπηλεία , οινοβαρείς και άλλους κατερχόμενους από τα χαρτοπαίγνια, μεθύοντας χειροτέραν μέθην, Τινάς  είδε ν ασχημονούν και τινάς ήκουσε να βλαστημούν τον Αι Βασίλην ως πταίστην. Ο Άγγελος εκάλυψε με τας πτέρυγας τα ώτα, δια να μην ακούη και αντιπαρήλθεν.


            Υπέφωσκεν ήδη η πρωία της πρωτοχρονιάς, και ο  Άγγελος  δια να παρηγορηθή, εισήλθεν εις μιαν εκκλησίαν. Αμέσως πλησίον της θύρας είδεν ανθρώπους να μετρούν νομίσματα, μόνον πως δεν είχον χαρτοπαίγνια εις τας χείρας και εις το βάθος, αντίκρυσεν άνθρωπον χρυσοστόλιστον και μητροφορούντα ως Μήδον σατράπην της εποχής του Δαρείου, ποιούντα διαφόρους ακκισμούς και επιτηδευμένας κινήσεις. Δεξιά και αριστερά άλλοι μερικοί έψαλλον  με πεπλασμένας φωνάς: Τον Δεσπότην και αρχιερέα!


 



 
            Ο άγγελος δεν ηύρε παρηγορίαν. Επήρε τα πτερέοντα δώρα του – το άστρον  το προωρισμένον να λάμπη ειας τας συνειδήσεις, την αύραν, την ικανήν δια να στολίζει τας ψυχάς, και την ζωήν , την πλασμένην δια να πάλλη εις τας καρδίας, ετάνυσε τας πτερύγας, και επανήλθεν εις τας ουρανίας αψίδας.


            Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης το πιο πάνω το  έγραψε το 1907 τέσσερα χρόνια πριν πεθάνει.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΠΑΓΚΑΛΟΣ ΚΑΙ ΜΟΥΣΟΛΙΝΙ

Στο βιβλίο της της Ιζαμπέλλας Παλάσκα αναφέρεται μια άγνωστη και εκπληκτική εξιστόρηση προσπάθειας του Θ Πάγκαλου να δει τον Μουσολίνι, ο ο...