Δευτέρα 19 Οκτωβρίου 2015

ΤΟΥ ΑΣΩΤΟΥ ΜΙΑ ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΡΜΗΝΕΙΑ


(Λουκά κεφ. ιέ' στίχοι 11-32)

 

 

«Είπεν ο Κύριος την παραβολήν ταύτην· άνθρωπός τις είχε δύο υιούς. Και είπεν ο νεώτερος αυτών τω πατρί· πάτερ, δός μοι το επιβάλλον μέρος της ουσίας. Και διείλεν αυτοίς τον βίον. Και μετ' ου πολλάς ημέρας συναγαγών άπαντα ο νεώτερος υιός απεδήμησεν εις χώραν μακράν, και εκεί διεσκόρπισε την ουσίαν αυτού ζών ασώτως. Δαπανήσαντος δε αυτού πάντα εγένετο λιμός ισχυρός κατά την χώραν εκείνην, και αυτός ήρξατο υστερείσθαι. Και πορευθείς εκολλήθη ενί των πολιτών της χώρας εκείνης, και έπεμψεν αυτόν εις τους αγρούς αυτού βόσκειν χοίρους. Και επεθύμει γεμίσαι την κοιλίαν αυτού από των κερατίων ων ήσθιον οί χοίροι, και ουδείς εδίδου αυτώ. Εις εαυτόν δε ελθών είπε· πόσοι μίσθιοι του πατρός μου περισσεύουσιν άρτων, εγώ δε λιμώ απόλλυμαι; αναστάς πορεύσομαι προς τον πατέρα μου και ερώ αυτώ· πάτερ, ήμαρτον εις τον ουρανόν και ενώπιον σου· ουκέτι ειμί άξιος κληθήναι υιός σου· ποίησαν με ως ένα των μισθίων σου.

Και αναστάς ήλθε προς τον πατέρα αυτού. έτι δε αυτού μακράν απέχοντος είδεν αυτόν ο πατήρ αυτού και εσπλαγχνίσθη, και δραμών επέπεσεν επί τον τράχηλον αυτού και κατεφίλησεν αυτόν. Είπε δε αυτώ ο υιός- πάτερ, ήμαρτον εις τον ουρανόν και ενώπιον σου, και ουκέτι ειμί άξιος κληθήναι υιός σου. Είπε δε ο πατήρ προς τους δούλους αυτού· εξενέγκατε την στολήν την πρώτην και ενδύσατε αυτόν, και δότε δακτύλιον εις την χείρα αυτού και υποδήματα εις τους πόδας και ενέγκαντες τον μόσχον τον σιτευτόν θύσατε, και φαγόντες ευφρανθώμεν, ότι ούτος ο υιός μου νεκρός ην και ανέζησε, και απολωλώς ην και ευρέθη. Και ήρξαντο ευφραίνεσθαι. Ην δε ο υιός αυτού ο πρεσβύτερος εν αγρώ· και ως ερχόμενος ήγγισε τη οικία, ήκουσε συμφωνίας και χορών και προσκαλεσάμενος ένα των παίδων επυνθάνετο τι είη ταύτα. ο δε είπεν αυτώ ότι ο αδελφός σου ήκει και έθυσεν ο πατήρ σου τον μόσχον τον σιτευτόν, ότι υγιαίνοντα αυτόν απέλαβεν. Ωργίσθη δε και ουκ ήθελεν εισελθείν.

ο ουν πατήρ αυτού εξελθών παρεκάλει αυτόν. ο δε αποκριθείς είπε τω πατρί· Ιδού τοσαύτα έτη δουλεύω σοι και ουδέποτε εντολήν σου παρήλθον, και εμοί ουδέποτε έδωκας εριφον, ίνα μετά των φίλων μου ευφρανθώ. Ότε δε ο υιός σου ούτος, ο καταφα γών σου τον βίον μετά πορνών, ήλθεν, έθυσας αυτώ τον μόσχον τον σιτευτόν. ο δε είπεν αυτώ· τέκνον, συ πάντοτε μετ' εμού ει, και πάντα τα εμά σα εστίν· ευφρανθήναι δε και χαρήναι εδει, ότι ο αδελφός σου ούτος νεκρός ην και ανέζησε, και απολωλώς ην Και ευρέθη». 

 


ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ

 

 

Είπε ο Κύριος αυτή την παραβολή. Ένας άνθρωπος είχε δυο γιους. Και είπε ο πιο μικρός από αυτούς στον πατέρα του· πατέρα, δώσ’ μου, το μερίδιο που μου ανήκει από την περιουσία. Και τους μοίρασε την περιουσία. Και ύστερα από λίγες μέρες τα μάζεψε όλα ο μικρότερος γιος και έφυγε σε μακρινή χώρα· και εκεί διασκόρπισε την περιουσία του κάνοντας άσωτη ζωή. Και όταν αυτός τα ξόδεψε όλα, έπεσε μεγάλη πείνα σ' εκείνη τη χώρα· και αυτός άρχισε να στερείται. Τότε πήγε και προσκολλήθηκε σ' έναν από τους πολίτες εκείνης της χώρας και εκείνος τον έστειλε στα χωράφια να βόσκει χοίρους. Και λαχταρούσε να γεμίσει την κοιλιά του από τα ξυλοκέρατα που έτρωγαν οι χοίροι και κανένας δεν του έδινε. Τότε ήρθε στον εαυτόν του και είπε. Πόσοι υπηρέτες του πατέρα μου τρώνε ψωμί και τους περισσεύει και εγώ πεθαίνω της πείνας; Θα σηκωθώ και θα πάω στον πατέρα μου και θα του πω· Πατέρα' ήμαρτον στον ουρανό και σε σένα και δεν αξίζω πια να με πεις παιδί σου· κάνε με σαν έναν από τους υπηρέτες σου.

Και σηκώθηκε και ήρθε στον πατέρα του. Και ενώ ήταν ακόμη μακριά, τον είδε ο πατέρας του και τον πόνεσε η ψυχή του και έτρεξε και έπεσε στο λαιμό του και τον φίλησε καλά καλά. Τότε του είπε ο γιος· Πατέρα, ήμαρτον στον ουρανό και σε σένα και δεν αξίζω πια να με πεις παιδί σου. Και ο πατέρας είπε στους υπηρέτες του· βγάλτε και φέρτε την πιο καλή φορεσιά και ντύστε τον και βάλτε δαχτυλίδι στο χέρι του και υποδήματα στα πόδια· και φέρτε και σφάξτε το θρεμμένο μοσχάρι, και ας φάμε και ας χαρούμε· γιατί τούτο το παιδί μου ήταν πεθαμένο και ξανάζησε και ήταν χαμένο και βρέθηκε. Και άρχισαν να διασκεδάζουν.

Και ήταν ο μεγαλύτερος γιος του στο χωράφι' και όπως ερχόταν και πλησίασε στο σπίτι, άκουσε όργανα και τραγούδια, και κάλεσε έναν από τους υπηρέτες και ζητούσε να μάθει τι τάχα να ήσαν τούτα. Και ο υπηρέτης του είπε πως ήρθε Ο αδελφός σου και ο πατέρας σου έσφαξε το θρεμμένο μοσχάρι, γιατί τον είδε και ήρθε πίσω γερός. Τότε Οργίστηκε και δεν ήθελε να μπει στο σπίτι.

Βγήκε λοιπόν ο πατέρας του και τον παρακαλούσε. Και εκείνος αποκρίθηκε και είπε στον πατέρα· τόσα χρόνια σε δουλεύω και ποτέ δεν παραμέλησα εντολή σου, και ποτέ δεν έδωκες σε μένα ένα κατσίκι για να διασκεδάσω με τους φίλους μου· αλλά όταν ήρθε τούτος ο γιος σου, που σου έφαγε όλο το βίος με τις αμαρτωλές, έσφαξες για χάρη του το θρεμμένο μοσχάρι. Τότε Ο πατέρας του είπε· παιδί μου, συ πάντα είσαι μαζί μου και όλα τα δικά μου είναι δικά σου· αλλά έπρεπε να διασκεδάσουμε και να χαρούμε, γιατί τούτος ο αδελφός σου ήταν πεθαμένος και ξανάζησε και ήταν χαμένος και βρέθηκε. 

 

 

ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΙ Η ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ

 

            Πραγματικά η σύγχρονη πολιτική ιστορία ταιριάζει γάντι με την παραβολή που ειπώθηκε από τον Χριστό πριν 2.000 χρόνια.

 

Ας δούμε λοιπόν την παραβολή με μια σημερινή ματιά.

 

«άνθρωπός τις είχε δύο υιούς.»  

 Κάποιο κράτος είχε δύο ειδών ανθρώπους.

«Και είπεν ο νεώτερος αυτών τω πατρί· πάτερ, δός μοι το επιβάλλον μέρος της ουσίας.»

Και είπε ο πονηρότερος Κράτος δώσε μου το μέρος της περιουσίας που μου ανήκει, όχι να το πουλήσω  αλλά να το αξιοποιήσω.

«Και διείλεν αυτοίς τον βίον.»

Και το κράτος μοίρασε, στην περίπτωση μας το κράτος έκανε ότι δεν έβλεπε που ο ένας έπαιρνε μέρος της περιουσίας.

«ο νεώτερος υιός απεδήμησεν εις χώραν μακράν, και εκεί διεσκόρπισε την ουσίαν αυτού ζών ασώτως.»

Ο πονηρός λοιπόν πήγε σε ξένη χώρα και εκεί διασκόρπισε την περιουσία του πατρικού κράτους, ζώντας άσωτα.

«Δαπανήσαντος δε αυτού πάντα εγένετο λιμός ισχυρός κατά την χώραν εκείνην, και αυτός ήρξατο υστερείσθαι.»

Αφού έφαγε τα πάντα, οι ανάγκες του δεν κεράστηκαν, και μη έχοντας άλλα να σπαταλήσει άρχισε να στερείται, αυτών που είχε μάθει να σπαταλά.

 


 

  «Και πορευθείς εκολλήθη ενί των πολιτών της χώρας εκείνης, και έπεμψεν αυτόν εις τους αγρούς αυτού βόσκειν χοίρους… Και επεθύμει γεμίσαι την κοιλίαν αυτού από των κερατίων ων ήσθιον οί χοίροι,»

 

Πήγε λοιπόν σε πολίτες άλλων κρατών και υπό άθλιες συνθήκες προσπάθησε να συγκεντρώσει χρήματα για να ζήσει την ζωή που θα επιθυμούσε και την ζωή με την οποία σπατάλησε την πατρική περιουσία.

 

«και ουδείς εδίδου αυτώ.»

 

Κανείς πια όμως δεν του δάνειζε.






«Εις εαυτόν δε ελθών είπε· πόσοι μίσθιοι του πατρός μου περισσεύουσιν άρτων, εγώ δε λιμώ απόλλυμαι; αναστάς πορεύσομαι προς τον πατέρα μου και ερώ αυτώ· πάτερ, ήμαρτον εις τον ουρανόν και ενώπιον σου· ουκέτι ειμί άξιος κληθήναι υιός σου· ποίησαν με ως ένα των μισθίων σου.»

 

Σκέφτηκε λοιπόν το λαμόγιο, ρε τι καλά που περνούσα στην πατρίδα, δεν ξαναπάω να ξεκοκαλίσω ότι απέμεινε, ποντάροντας στην ευαισθησία της μεγαλόθυμης πατρίδας;

 

«Και αναστάς ήλθε προς τον πατέρα αυτού. έτι δε αυτού μακράν απέχοντος είδεν αυτόν ο πατήρ αυτού και εσπλαγχνίσθη, και δραμών επέπεσεν επί τον τράχηλον αυτού και κατεφίλησεν αυτόν.»

 

Ήρθε λοιπόν στην πατρίδα έσκυψε το κεφάλι και ζήτησε κατανόηση.

 

 «Είπε δε αυτώ ο υιός- πάτερ, ήμαρτον εις τον ουρανόν και ενώπιον σου, και ουκέτι ειμί άξιος κληθήναι υιός σου. Είπε δε ο πατήρ προς τους δούλους αυτού· Είπε δε αυτώ ο υιός- πάτερ, ήμαρτον εις τον ουρανόν και ενώπιον σου, και ουκέτι ειμί άξιος κληθήναι υιός σου.»

 

Είπε στην πατρίδα «ότι έγινε, έγινε, ανάξιος ήμουνα αλλά τώρα ας ξεκινήσουμε ξανά να φτιάξουμε βιος», να σας ΣΩΣΩ.

 





«Είπε δε ο πατήρ προς τους δούλους αυτού· εξενέγκατε την στολήν την πρώτην και ενδύσατε αυτόν, και δότε δακτύλιον εις την χείρα αυτού και υποδήματα εις τους πόδας και ενέγκαντες τον μόσχον τον σιτευτόν θύσατε, και φαγόντες ευφρανθώμεν, ότι ούτος ο υιός μου νεκρός ην και ανέζησε, και απολωλώς ην και ευρέθη. Και ήρξαντο ευφραίνεσθαι.»

 

Η μεγαλόθυμη πατρίδα, είπε «κομμάτια να γίνε βρε αχαήρευτε, έλα να σε ντύσω, να σε ταίσω και να σου βάλω στο δάκτυλο το πρωθυπουργικό δακτυλίδι»  Και άρχισαν να χαίρονται.

 

«Ην δε ο υιός αυτού ο πρεσβύτερος εν αγρώ· και ως ερχόμενος ήγγισε τη οικία, ήκουσε συμφωνίας και χορών και προσκαλεσάμενος ένα των παίδων επυνθάνετο τι είη ταύτα.»

 

Το άλλο μέρος της πατρίδας που ήταν εργατικό και συνετό, γύρισε από την δουλειά του άκουσε τα όργανα και ρώτησε «τι είναι αυτά ρε παιδιά;»

 

«ο δε είπεν αυτώ ότι ο αδελφός σου ήκει και έθυσεν ο πατήρ σου τον μόσχον τον σιτευτόν, ότι υγιαίνοντα αυτόν απέλαβεν. Ωργίσθη δε και ουκ ήθελεν εισελθείν.»

 

Του είπαν ότι τα λαμόγια που έφαγαν την περιουσία της πατρίδας τα καλοδέχτηκε η πατρίδα, και θύμωσε, όπου δε έβρισκε τα λαμόγια τα έβριζε.

 

«ο ουν πατήρ αυτού εξελθών παρεκάλει αυτόν. ο δε αποκριθείς είπε τω πατρί· Ιδού τοσαύτα έτη δουλεύω σοι και ουδέποτε εντολήν σου παρήλθον, και εμοί ουδέποτε έδωκας εριφον, ίνα μετά των φίλων μου ευφρανθώ.»

 

Το κράτος πλησίασε τα φιλότιμα εργατικά παιδιά του και ρώτησε «τι συμβαίνει;», τα αδικημένα παιδιά είπαν «Δουλεύουμε, κάνουμε ότι πεις, πάμε στον στρατό, φυλάμε την κληρονομιά μας και ποτέ δεν μας έδωσες και σε μας έστω μια λιμουζίνα δωρεάν, χρήματα χωρίς να κοπιάσουμε να πάμε και εμείς στο εξωτερικό να ξεφαντώσουμε, να παντρευτούμε με πολυτέλεια στο Παρίσι, να έχουμε εξουσία, καλά ρούχα που; όλο με τα ρούχα της δουλειάς είμαστε»





«Ότε δε ο υιός σου ούτος, ο καταφαγών σου τον βίον μετά πορνών, ήλθεν, έθυσας αυτώ τον μόσχον τον σιτευτόν.»

 

«Όταν δε ήρθαν αυτά τα ρεμάλια που κατασπατάλησαν την περιουσία της πατρίδας και με δανεικά, πήρες από αυτά που εγώ έφτιαξα και τους τραπέζωσες πάλι. Τέλος πάντων ΜΑΖΙ ΤΑ ΦΑΓΑΜΕ

«ο δε είπεν αυτώ· τέκνον, συ πάντοτε μετ' εμού ει, και πάντα τα εμά σα εστίν· ευφρανθήναι δε και χαρήναι εδει, ότι ο αδελφός σου ούτος νεκρός ην και ανέζησε, και απολωλώς ην Και ευρέθη». 

Το κράτος προσπάθησε να δικαιολόγηση ΜΕΓΑΛΟΨΥΧΑ τις πράξεις του.

 

 

Εκεί σταματά η παραβολή, δεν γράφει αν το αδικημένο μέρος του κράτους μπήκε μέσα στο σπίτι και αν  άρπαξε το άσωτο τμήμα από τον γιακά, αλλά μη νομίζεται κάποια στιγμή γίνεται και αυτό, τα γεγονότα στην Αίγυπτο και στην Τύνιδα επιβεβαιώνουν αυτό το ενδεχόμενο.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΠΑΓΚΑΛΟΣ ΚΑΙ ΜΟΥΣΟΛΙΝΙ

Στο βιβλίο της της Ιζαμπέλλας Παλάσκα αναφέρεται μια άγνωστη και εκπληκτική εξιστόρηση προσπάθειας του Θ Πάγκαλου να δει τον Μουσολίνι, ο ο...