Ο Κωστής Παλαμάς, ένα
από τα μεγαλύτερα πνεύματα και τα πιο πολυσύνθετα κεφάλαια της Νεοελληνικής
Γραμματείας είδε το πρώτο φως στην Πάτρα, όπου ήταν δικαστής ο πατέρας του,
στις 13 Ιανουαρίου του 1859, από γονείς Μεσολογγίτες. Προπάππος
του ήταν ὁ Παναγιώτης Παλαμάς, ιδρυτής της ονομαστής Παλαμαίας Σχολής στο
Μεσολόγγι.
Σύμφωνα με τους
βιογράφους του, ο Παλαμάς ήτανε ένα μωρό, που το κλαίγανε ζωντανό από τη
γέννηση του, η μητέρα του Πηνελόπη, ο πατέρας του Μιχάλης, η γιαγιά του Αλτάνη,
από τη μεριά της μητέρα του, η ψυχοκόρη τους Κωνσταντίνα και ο πρωτότοκος
αδερφός του Χρήστος, αφού σύμφωνα με τις προλήψεις περίμεναν από στιγμή σε
στιγμή να πεθάνει.
Ο μεγάλος μας Εθνικός
Ποιητής πέθανε από βαριά γρίπη στην
Αθήνα στις 3.20 π.μ., 27 Φεβρουαρίου 1943, μεσούσης της Γερμανικής κατοχής. Λίγες ημέρες πριν είχε πεθάνει η σύζυγός του,
αλλά στην κατάσταση που βρισκόταν του το απέκρυπταν , εκείνος δε ρωτούσε
συνεχώς «Μα που είναι η Μαρία; Γιατί δεν βλέπω τη Μαρία;» Το
θλιβερό άγγελμα διαδόθηκε αστραπιαία από στόμα σε στόμα σ όλη τη
Γερμανοκρατούμενη πρωτεύουσα.
Γράφει στο προσωπικό της ημερολόγιο η Ιωάννα Τσάτσου
: «Χτες βράδυ μια είδηση ακατανόητη μας
ήρθε. Μια είδηση ασύλληπτη. Ο Γέρο-Παλαμάς πέθανε. Είχαμε ξεχάσει πως ήταν
θνητός». Στην κηδεία του παρέστησαν ο πρωθυπουργός Λογοθετόπουλος και
εκπρόσωποι του Γερμανού αρμοστή και του Ιταλού πληρεξούσιου. Βρέθηκαν σε πολύ
δύσκολη θέση γιατί η κηδεία πήρε μορφή μαζικής εκδήλωσης που στρεφόταν κατά του
κατακτητή
Η κηδεία του αποτέλεσε
ένα από τα μεγαλύτερα αντικατοχικά συλλαλητήρια, καθώς σύσσωμος ο πνευματικός
κόσμος της χώρας αλλά και εκατοντάδες χιλιάδες απλού λαού συνόδεψαν
συγκλονισμένοι το σκήνωμα του Ποιητή στην τελευταία του κατοικία.... στο Α'
Νεκροταφείο δημοσία δαπάνη, τραγουδώντας τον Εθνικό Ύμνο. Η οικογένεια Παλαμά
(τα παιδιά του Ναυσικά και Λέανδρος ) ζήτησαν να μη εκφωνηθούν επικήδειοι. Μόνο
ο Άγγελος Σικελιανός θα απήγγειλε επιτάφιους στίχους.
Κι ενώ το φέρετρο
κατέβαινε στον τάφο, ακούστηκε ἡ βροντώδης και θαρραλέα φωνή του Άγγελου Σικελιανού
που χτυπούσε το χέρι του πάνω στο φέρετρο και σε γενική συγκίνηση εκφώνησε τον ύστατο ποιητικό - εθνικό αποχαιρετισμό που
ήταν ταυτόχρονα και μία δυναμική αντιστασιακή πράξη μπροστά στα μάτια των εμβρόντητων
κατακτητών.
Ἠχῆστε οἱ σάλπιγγες…
Καμπάνες βροντερές,
δονῆστε σύγκορμη τὴ χώρα πέρα ὡς πέρα…
Βογκῆστε τύμπανα πολέμου… Οἱ φοβερὲς
δονῆστε σύγκορμη τὴ χώρα πέρα ὡς πέρα…
Βογκῆστε τύμπανα πολέμου… Οἱ φοβερὲς
σημαῖες, ξεδιπλωθεῖτε
στὸν ἀέρα!
***
Σ᾿ αὐτὸ τὸ φέρετρο ἀκουμπᾶ
ἡ Ἑλλάδα ! Ἕνα βουνὸ
μὲ δάφνες ἂν ὑψώσουμε ὡς τὸ Πήλιο κι ὡς τὴν Ὄσσα,
κι ἂν τὸ πυργώσουμε ὡς τὸν ἕβδομο οὐρανό,
ποιὸν κλεῖ, τί κι ἂν τὸ πεῖ ἡ δικιά μου γλώσσα;
μὲ δάφνες ἂν ὑψώσουμε ὡς τὸ Πήλιο κι ὡς τὴν Ὄσσα,
κι ἂν τὸ πυργώσουμε ὡς τὸν ἕβδομο οὐρανό,
ποιὸν κλεῖ, τί κι ἂν τὸ πεῖ ἡ δικιά μου γλώσσα;
***
Μὰ ἐσὺ Λαέ, ποὺ τὴ
φτωχή σου τὴ μιλιά,
Ἥρωας τὴν πῆρε καὶ τὴν ὕψωσε ὡς τ᾿ ἀστέρια,
μεράσου τώρα τὴ θεϊκὴ φεγγοβολιὰ
τῆς τέλειας δόξας του, ἀνασήκωσ᾿ τον στὰ χέρια
Ἥρωας τὴν πῆρε καὶ τὴν ὕψωσε ὡς τ᾿ ἀστέρια,
μεράσου τώρα τὴ θεϊκὴ φεγγοβολιὰ
τῆς τέλειας δόξας του, ἀνασήκωσ᾿ τον στὰ χέρια
***
γιγάντιο φλάμπουρο κι ἀπάνω
ἀπὸ μᾶς
ποὺ τὸν ὑμνοῦμε μὲ καρδιὰ ἀναμμένη,
πὲς μ᾿ ἕνα μόνο ἀνασασμόν: «Ὁ Παλαμᾶς!»,
ν᾿ ἀντιβογκήσει τ᾿ ὄνομά του ἡ οἰκουμένη!
ποὺ τὸν ὑμνοῦμε μὲ καρδιὰ ἀναμμένη,
πὲς μ᾿ ἕνα μόνο ἀνασασμόν: «Ὁ Παλαμᾶς!»,
ν᾿ ἀντιβογκήσει τ᾿ ὄνομά του ἡ οἰκουμένη!
***
Ἠχῆστε οἱ σάλπιγγες…
Καμπάνες βροντερές,
δονῆστε σύγκορμη τὴ χώρα πέρα ὡς πέρα…
Βογκῆστε τύμπανα πολέμου… Οἱ φοβερὲς
σημαῖες, ξεδιπλωθεῖτε στὸν ἀέρα!
δονῆστε σύγκορμη τὴ χώρα πέρα ὡς πέρα…
Βογκῆστε τύμπανα πολέμου… Οἱ φοβερὲς
σημαῖες, ξεδιπλωθεῖτε στὸν ἀέρα!
***
Σ᾿ αὐτὸ τὸ φέρετρο ἀκουμπᾶ
ἡ Ἑλλάδα! Ἕνας λαός,
σηκώνοντας τὰ μάτια του τὴ βλέπει…
κι ἀκέριος φλέγεται ὡς μὲ τ᾿ ἄδυτο ὁ Ναός,
κι ἀπὸ ψηλὰ νεφέλη Δόξας τόνε σκέπει.
σηκώνοντας τὰ μάτια του τὴ βλέπει…
κι ἀκέριος φλέγεται ὡς μὲ τ᾿ ἄδυτο ὁ Ναός,
κι ἀπὸ ψηλὰ νεφέλη Δόξας τόνε σκέπει.
***
Τί πάνωθέ μας, ὅπου ὁ ἄρρητος
παλμὸ
τῆς αἰωνιότητας, ἀστράφτει αὐτὴν τὴν ὥρα
Ὀρφέας, Ἠράκλειτος, Αἰσχύλος, Σολωμὸς
τὴν ἅγια δέχονται ψυχὴ τὴν τροπαιοφόρα,
τῆς αἰωνιότητας, ἀστράφτει αὐτὴν τὴν ὥρα
Ὀρφέας, Ἠράκλειτος, Αἰσχύλος, Σολωμὸς
τὴν ἅγια δέχονται ψυχὴ τὴν τροπαιοφόρα,
***
ποὺ ἀφοῦ τὸ ἔργο της θεμέλιωσε
βαθιὰ
στὴ γῆν αὐτὴν μὲ μίαν ἰσόθεη Σκέψη,
τὸν τρισμακάριο τώρα πάει ψηλὰ τὸν Ἴακχο
μὲ τοὺς ἀθάνατους θεοὺς γιὰ νὰ χορέψει.
στὴ γῆν αὐτὴν μὲ μίαν ἰσόθεη Σκέψη,
τὸν τρισμακάριο τώρα πάει ψηλὰ τὸν Ἴακχο
μὲ τοὺς ἀθάνατους θεοὺς γιὰ νὰ χορέψει.
***
Ἠχῆστε οἱ σάλπιγγες…
Καμπάνες βροντερές
δονῆστε σύγκορμη τὴ χώρα πέρα ὡς πέρα…
Βόγκα Παιάνα! Οἱ σημαῖες οἱ φοβερὲς
δονῆστε σύγκορμη τὴ χώρα πέρα ὡς πέρα…
Βόγκα Παιάνα! Οἱ σημαῖες οἱ φοβερὲς
τῆς Λευτεριᾶς ξεδιπλωθεῖτε
στὸν ἀέρα!
Μέσ' από τα κάγκελλα τ'
αόρατα
της απέραντής μας
φυλακής,
μέσα στο κελί το σκοτεινό
μας,
δεν εβάσταξες στον πόνο
της Φυλής
κι έπεσες σα δρυς
από τα χτυπήματα
κάποιων μαύρων
ξυλοκόπων
στο σκοτάδι της νυχτιάς
της τραγικής,
δίχως να προσμείνεις
την αχτίδα
της καινούργιας
Χαραυγής.
Κι έπεσες καθώς από
σεισμό
πέφτει μια μαρμάρινη κολόνα
κάποιου πανάρχαιου
ναού.
Σα ναός, οπού χτυπιέται
απ' τα βόλια των
βαρβάρων.
Σαν τον Παρθενώνα,
ήρωα, ποιητή του Αιώνα.
Μάτια στερεμένα από τις
τόσες
συμφορές,
δάκρυα δε θα χύσουνε
για Σένα.
Θα σε κλάψουνε μια μέρα
οι ίδιοι αυτοί που μας
σκοτώνουν
έναν - ένα,
σαν ξυπνήσουν απ' τη
μέθη τους
κι αντικρύσουν τι
ερημιές
εσκορπίσανε στο διάβα
τους
σ' αναρίθμητες καρδιές.
Φεύγεις, πας για το
ταξίδι σου
το Αχερούσιο, το
στερνό,
ω πρωτότοκε αδερφέ μας,
όμως κοίτα πώς ξοπίσω
σου
οι Έλληνες σε
χαιρετάνε.
Ο καθένας ένα στίχο σου
ψέλνοντας μελωδικό,
σε ξεπροβοδάνε
με τα μύρια σου
τραγούδια,
που βουίζουν σα
μελίσσια
πάνω απ' Απριλιού
λουλούδια,
σα να προμηνάνε την
Ανάσταση,
ω μεγάλε ραψωδέ μας.
Ο Εθνικός Ύμνος δονούσε
το Α νεκροταφείο, το πλήθος αυτό ξεχύθηκε σε μεγάλη διαδήλωση τραγουδώντας και
έφτασε ως τη γέφυρα της λεωφόρου Αναπαύσεως, εκεί ήταν εγκατεστημένα ισχυρά
ιταλικά αποσπάσματα που υποχρέωσαν το πλήθος να διαλυθεί.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
-
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΣΥΓΧΡΟΝΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ του Σόλωνα
Ν Γρηγοριάδη τόμος Ι εκδόσεις ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΗ ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου